Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

Αβλεπές και απταίστως κι επι τόπου!

Ήρθε η ώρα να σας μάθω ελληνικά (αγρινιώτικα είναι τα σωστά ελληνικά και πιο ειδικά η διάλεκτος των Ακαρνάνων μαχαιροφόρων)

Με τα μαθηματικά και τα φιλόλογα, πάτε και ρίχνετε γκόμενες αλλά μετά δεν ξέρετε να μιλήσετε σωστά. Απταίστως κι επι τόπου σας δίνω υλικό για να μάθετε ποιοί μιλάνε σωστά.


Αντιγράφω από τις σελίδες του Νίκου Σαραντάκου, που γνωρίζει, ψάχνει και αποκαθιστά την αλήθεια (και τις εκφράσεις που χρησιμοποιώ)

...Ανακεφαλαίωση: πέρα από τον Μπαμπινιώτη, μόνο άλλο ένα λεξικό καταγράφει έναν παρόμοιο τύπο· καταγράφει τον τύπο αβλεπίς, ως λαϊκό-ιδιωματικό τύπο, ο Γεωργακάς, ένα ελληνοαγγλικό λεξικό που συντάχτηκε με απίστευτα υψηλές προδιαγραφές στην δεκαετία του 1960 και που καταρτίστηκε με βάση σώματα κειμένων (κόρπορα) και όχι τις επιθυμίες του συντάκτη του.

Όσο έβγαιναν άκαρπες οι προσπάθειες να βρεθούν οι λέξεις αβλεπεί και αβλεπτί σε οποιαδήποτε άλλη πηγή, άρχισε να γεννιέται μέσα μου μια φριχτή υποψία, που όλο και εδραιωνόταν και που κοντεύει να μετατραπεί σε βεβαιότητα. Η εξής υποψία:

Υπάρχει ένα χαρτοπαιχτικό επίρρημα, το αβλεπί, που χρησιμοποιείται στις λέσχες και πάνω από την πράσινη τσόχα. Αυτό το αβλεπί μπορεί να είναι μετάφραση του γαλλικού sans voir, που επίσης λέγεται στην πόκα, σαν βουάρ, μπορεί να είναι και παράλληλος σχηματισμός. Το λέμε όταν μπαίνουμε σε ένα κόλπο χωρίς να κοιτάξουμε τα χαρτιά μας, τόση εμπιστοσύνη έχουμε στο καλό μας φύλλο ή στη ρέντα μας ή στην τσέπη μας. Αυτό το επίρρημα απαντά και με τύπο αβλεπίς (μπήκα στο κόλπο αβλεπίς) και έτσι το καταγράφει ο Γεωργακάς.

Το αβλεπί έχει μεγάλη παραστατική δύναμη κι έτσι σιγά-σιγά βγαίνει κι από τις λέσχες και χρησιμοποιείται και στην ευρύτερη πιάτσα. Με την έκρηξη του χρηματιστηριακού τζόγου στη δεκαετία του 1990, τότε που ο Λίμιτ Ντακ φιλούσε υπέροχα, η συχνότητα χρήσης της λέξης αυξάνεται ορμητικά, καθώς όλοι αγοράζουν αβλεπί μετοχές φούσκες όσο βαστάει το ράλι. Έτσι το αβλεπί περνάει σε πολύ περισσότερο κόσμο και αποκτά τη σημερινή του έκταση και σημασία, όταν δείχνουμε απόλυτη εμπιστοσύνη σε κάτι, όταν το κάνουμε με κλειστά μάτια.

Κάπου εκεί, συνεχίζει η φριχτή μου υποψία, έρχεται ο λεξικογράφος του λεξικού Μπαμπινιώτη. Και βρίσκει τη λέξη, διότι την ακούει καθημερινά στον περίγυρό του, οπότε πρέπει να την καταγράψει. Επειδή όμως δεν μπορεί να καταγράψει το «αβλεπί» ή το «αβλεπίς», γιατί δεν συμμορφώνονται με το καλούπι των λόγιων επιρρημάτων, κάθεται και σκαρώνει δύο τύπους, το αβλεπτί και το αβλεπεί. Ή ίσως, ένας συνεργάτης να σκάρωσε το αβλεπτί κι ένας άλλος το αβλεπεί.


Αβλεπές το λέω εγώ και να μη ξανακούσω να με λέτε Collapsus linguα (που δεν ξέρω και τι πα να πει)


Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

Απαρνήθηκα τα εγκόσμια


και έγινα μοναχός στο άγιο όρος, ήτοι στα ακαρνανικά βουνά, στον άη Βλάση.

Εκεί θα κυνηγάω, θα ψαρεύω και θα καμακώνω.

Θα πίω τσίπουρα ορεινά και αγριογουρουνα ala Ovelix.

ΥΓ Μικρέ τι χρωστάω ...θθθθθτττττ.